Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Σειρά τεσσάρων Ντοκιμαντέρ για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου


Η ανακήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου (Αργυρόκαστρο 17 Φεβρουαρίου 1914)
Σειρά τεσσάρων Ντοκιμαντέρ για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου.
Και ας θυμηθούμε λίγο τα ιστορικά γεγονότα...
Στις 17 Δεκεμβρίου 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφασίζουν με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας να αποδώσουν το βόρειο τμήμα της Ηπείρου στο αλβανικό κράτος. Αν η Ελλάς δεν συμμορφωνόταν, δεν θα τις επιδικάζονταν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Έτσι από τα μέσα Φεβρουαρίου ο Ελληνικός Στρατός έπρεπε να αρχίσει την αποχώρηση του από τις περιοχές Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα, Τεπελενίου, Χιμάρας και Κορυτσάς.
Στο τέλος Δεκεμβρίου 1913 ανακλήθηκε στην Αθήνα ο Διοικητής του Ε’ Σώματος Στρατού Αντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής (Σουλιώτης στην καταγωγή), τον οποίο αντικατέστησε ο Υποστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας. Η απομάκρυνση του Δαγκλή από τα Ιωάννινα συσχετίσθηκε με το θέμα της Βορείου Ηπείρου και αποδόθηκε σε αξιώσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Επειδή στις εφημερίδες της 22ης Νοεμβρίου 1913 δημοσιεύθηκε η είδηση παραιτήσεως του Στρατηγού Δαγκλή από τις τάξεις του Στρατού, για να αναλάβει την διεύθυνση της άμυνας της Ηπείρου, η κυβέρνηση ζήτησε να γίνει επώνυμη διάψευση από τον Στρατηγό στην οποία θα αναγραφόταν: «Ο βαθμός μου και η εθνική εν Ιωαννίνοις θέσις μου μοί επιβάλλουσι, οιαδήποτε κι αν ώσι τα αισθήματα μου, υπακούω πάντοτε μόνας τας διαταγάς του Βασιλέως μου και της Κυβερνήσεως του».
[video;https://www.youtube.com/watch?v=HmL0KD717rw]
Την ίδια εποχή πληθώρα από τηλεγραφήματα, επιστολές διαμαρτυρίας, εισηγήσεις και προτάσεις απ’ όλες τις επαρχίες της Ηπείρου και τα άλλα διαμερίσματα της χώρας άρχισαν να καταφθάνουν στην Γενική Διοίκηση Ηπείρου και την Κυβέρνηση, για το τι έπρεπε να γίνει προκειμένου να σωθεί η Βόρειος Ήπειρος. Οι αντικρουόμενες πληροφορίες, οι διαδόσεις και τα δημοσιεύματα του τύπου έτρεφαν για αρκετό διάστημα την ανησυχία και προκαλούσαν αναστάτωση στους κατοίκους της περιοχής, παράλληλα όμως γιγάντωναν και το φρόνημα τους για αντίσταση.
Ήδη μετά την απελευθέρωση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912 -1913) και τον σχηματισμό της «Γενικής Διοίκησης των εν Ηπείρω υπό του Ελληνικού Στρατού Κατεχομένων Εδαφών», με έδρα τα Ιωάννινα και επικεφαλής τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο, αποφασίστηκε αμυντική προπαρασκευή και σε κάθε διοικητική περιφέρεια της Ηπείρου συγκροτήθηκε από μία Επιτροπή Εθνικής Άμυνας, αποτελούμενη από 30-40 μέλη, από τους πιο εξέχοντες κατοίκους της περιοχής. Στις 7 Ιανουαρίου 1914 ο Άγγλος Συνταγματάρχης Murray σε διάλεξη του στο Λονδίνο έλεγε ότι «και να είχε ηττηθεί η Ελλάς, δεν θα επιβάλλονταν σκληρότεροι όροι για την Ήπειρο».

Μέσα σε λίγο χρόνο οι διαδόσεις για επέκταση του αλβανικού κράτους προς τα νότια είχαν πάρει την μορφή ασφαλών πληροφοριών και στον πληθυσμό των βορείων επαρχιών της Ηπείρου. Δεν γνώριζαν μόνο που ακριβώς θα έφταναν τα σύνορα και ποια στάση θα τηρούσε η Ελληνική Κυβέρνηση. Όσο μεγάλωνε όμως η ανησυχία των Χριστιανών, μεταβάλλονταν αντίθετα και οι διαθέσεις σημαντικής μερίδας των Μουσουλμάνων κατοίκων. Ορισμένα μάλιστα άτομα, που βαρύνονταν για την εγκληματική τους δράση στο παρελθόν και δυσαρεστημένοι τοπάρχες που δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα παλιά τους προνομία, άρχισαν να κινούνται ύποπτα στην περιοχή. Η ανεκτικότητα των ελληνικών αρχών άφηνε άλλωστε ανοικτά δρομολόγια για την είσοδο ξένων πρακτόρων και εύκολους τρόπους κυκλοφορίας ιταλικών και αυστριακών νομισμάτων στην περιοχή. Με βάση τα παραπάνω η διοίκηση του Ε’ Σώματος Στρατού, εκτιμούσε ότι σε περίπτωση εισβολής αλβανικών δυνάμεων θα συμμετείχαν ασφαλώς και ένοπλες ομάδες ντόπιων Μουσουλμάνων. Και πράγματι δεν διαψεύσθηκε.
Στις 12 Ιανουαρίου 1914, ισχυρή ομάδα ατάκτων υπό το Σαλί Μπούτκα κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιοχή Βυθκούκι (νοτιοδυτικά της Κορυτσάς) και να συλλάβει δύο στρατιώτες αιχμαλώτους, ενώ άλλες συμμορίες με επικεφαλής τον Κιασίμ Μπέη, πρώην λοχαγό του τουρκικού στρατού, κατέλαβαν τα χωριά Μαλίντι, Μουζένσκα και Σέβρανη στην περιοχή βόρεια της Πρεμετής. Μέχρι τις 18 Ιανουαρίου διεξάγονταν μάχες, όταν ο Ελληνικός Στρατός έτρεψε τους Τουρκαλβανούς σε φυγή από την περιοχή. Όμως οι προκλήσεις από την πλευρά των Αλβανών σε συνεργασία με τους Ολλανδούς αξιωματικούς της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου συνεχίζονταν με διάφορα διπλωματικά επεισόδια.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας του Αργυροκάστρου με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, αποφάσισε την σύγκλιση Πανηπειρωτικού Συνεδρίου. Στις 23 Ιανουαρίου κοινοποίησε την απόφαση της με εγκύκλιο προς όλες τις Επιτροπές Εθνικής Άμυνας της Ηπείρου και τις κάλεσε να στείλουν τριμελή αντιπροσωπεία στο Αργυρόκαστρο, όπου στις 30 Ιανουαρίου 1914 θα άρχιζε τις εργασίες του το Συνέδριο για την εξέταση της καταστάσεως και την λήψη αποφάσεων σχετικά με το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου.

Οι πρώτες αντιδράσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης
Η Ελληνική Κυβέρνηση εξαναγκαζόμενη από τις περιστάσεις και τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, κοινοποίησε με εγκύκλιο της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου προς τους Διοικητικούς Επιτρόπους Περιφέρειας, τις ακόλουθες οδηγίες της για την ομαλή εκκένωση της Βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό:
  • Να επιδιωχθεί, εφόσον είναι δυνατόν, η συνδιαλλαγή των δύο στοιχείων (ελληνικού και αλβανικού).
  • Να σταματήσει ο αφοπλισμός των Αλβανών και να επιστραφούν όσα είδη είχαν αφαιρεθεί.
  • Να απαγορευθεί η κυκλοφορία ατάκτων και όσοι υπάρχουν να αφοπλιστούν. Να καταδιωχθεί οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια κατά των Αλβανών.
  • Να απαγορευθεί η είσοδος ανταρτών ή εθελοντικών σωμάτων στην Ήπειρο.
Επιπλέον στην ίδια εγκύκλιο τονιζόταν και πάλι ότι έπρεπε να αναπτυχθεί πνεύμα συνεργασίας και αγαθών σχέσεων μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων. Στα πλαίσια μάλιστα της προσπάθειας ομαλής εκκενώσεως της περιοχής δόθηκε εντολή στο Νομάρχη Κέρκυρας Βαρατάση να πάει στον Αυλώνα, όπου βρισκόταν η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου για την ρύθμιση ορισμένων σχετικών θεμάτων.
Πολλά από τα μέτρα αυτά της Κυβερνήσεως έγιναν γνωστά στους κατοίκους με αποτέλεσμα να επακολουθήσουν έντονες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις στις πόλεις της Ηπείρου και στην Αθήνα. Χαρακτηριστικό δείγμα του τόνου των διαμαρτυριών και της οξύτητας της καταστάσεως που δημιουργήθηκε είναι και το παρακάτω τηλεγράφημα διαμαρτυρίας του Σπύρου Σπυρομήλιου πολιτικού και στρατιωτικού διοικητή Χιμάρας, με ημερομηνία 25 Ιανουαρίου 1914, προς τον αναπληρωτή διοικητή του Ε’ Σώματος Στρατού:«Προ 15 μηνών, με διαταγή της Κυβερνήσεως επανεστάτησα την επαρχίαν και μέχριν σήμερον έμεινεν υπό τα όπλα πολεμούσα εις το πλευρόν του Στρατού. Ακόμη και χθες μετ’ αυτού εβάδισε κατά Μπολένας προς εκδίκησιν των φονευθέντων εν ενέδρα στρατιωτών. Αν Ευρώπη δεν εγκρίνη ενωθώμεν μετά μητρός πατρίδος και αυτή δεν δύναται να μας προστατεύση, τουλάχιστον ας μας αφήση όπλα μας, αμυνθώμεν μόνοι. Ενδεχομένη διαταγή Κυβερνήσεως προς αφοπλισμόν ατιμάζει φυλήν. Στρατός δε, παραδίδων αόπλους συστρατιώτας και αδελφούς εις εχθρούς σφαγείς, γίνεται δήμιος και παρουσιάζει πρωτοφανές εις την ιστορίαν παράδειγμα. Εν ονόματι Θεού και Ελληνισμού, εγκαταλείψατε μας, αλλά μη μας αφαιρείτε μέσα αμύνης. Φονεύσατε μας αλλά μη δεχθήτε να γίνετε συνεργοί δημίων. Ο Ελληνικός Στρατός, ο δοξασθείς εις δύο πολέμους, ας μη παρουσιάσει ηθικόν ίσον και κατώτερον με αλβανικάς ορδάς. Ενθυμηθείτε το Έθνος. Ενθυμηθείτε τον Βασιλέα».
Μετά από αυτό το Ε’ Σώμα Στρατού διέταξε στις 9 Φεβρουαρίου την αντικατάσταση και σύλληψη του Ταγματάρχη Σπυρομήλιου και προχώρησε στην λήψη μέτρων για την ματαίωση του Πανηπειρωτικού Συνεδρίου. Στις 11 Φεβρουαρίου όμως ο Αναπληρωτής Γενικός Διοικητής Ηπείρου Άγγελος Φορέστης ειδοποίησε τον Υποστράτηγο Παπούλα ότι η διαταγή του Ε’ Σώματος Στρατού για την σύλληψη του Σπυρομήλιου είχε ακυρωθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση.

Η Πανηπειρωτική Συνέλευση του Αργυροκάστρου
30 Ιανουαρίου – 5 Φεβρουαρίου 1914
Παρά το μικρό χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε μέχρι την έναρξη του Συνεδρίου και τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, οι περισσότεροι από τους αντιπροσώπους κατόρθωσαν να φτάσουν έγκαιρα στο Αργυρόκαστρο, όπου στις 30 Ιανουαρίου 1914 σε ατμόσφαιρα έξαρσης, πατριωτικού ενθουσιασμού και αποφασιστικότητας άρχισαν οι εργασίες του. Σύμφωνα με τον κανονισμό των εργασιών του Συνεδρίου καθήκοντα προέδρου θα αναλάμβαναν κατά σειρά οι Μητροπολίτες της Ηπείρου που ήταν παρόντες. Οι πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι που πήραν μέρος στην Συνέλευση, προέρχονταν απ’ όλες τις επαρχίες της Ηπείρου, όπου είχαν συγκροτηθεί Επιτροπές Εθνικής Άμυνας και ήταν οι εξής:
  • Αργυροκάστρου: Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, Απόστολος Δήμας, Βασίλειος Ζούστης, Αναστάσιος Νότσκας, Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, Τηλέμαχος Λαμποβιτιάδης, Μιχαήλ Τσάκος, Σπυρίδων Φίδης, Αθανάσιος Νότης, Βίκτωρ Ζωγράφος.
  • Άγιοι Σαράντα: Θεμιστοκλής Μπαμίχας, Ιωάννης Κουρεμένος, Λάππας.
  • Δελβίνου: Τιμολέων Γκιάτας, Κωνσταντίνος Κόντος, Ιωάννης Πράτσικας.
  • Ιωαννίνων: Κωνσταντίνος Σούρλας, Δημήτριος Κίγκος, Σπυρίδων Μέκιος.
  • Κολώνιας (Ερσέκας): Γεώργιος Χατζής δημοσιογράφος, Χαράλαμπος Αλεξίου, Αθανάσιος Κοντοφώτης.
  • Κονίτσης: Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων, Γεώργιος Τζαβέλλας δικηγόρος, Νικόλαος Παπακώστας Διευθυντής Σχολών Κονίτσης.
  • Κορυτσάς: Τσέλιος, Οικονόμος Παπαπέτρος, Κωνσταντίνος Πολένας.
  • Λεσκοβικίου: Βασίλειος Ντίλιος (εξουσιοδοτήθηκε και ως αντιπρόσωπος Μαργαριτίου), Ιωάννης Βιτσόπουλος, Γεώργιος Κήτας.
  • Μετσόβου: Έξαρχος Ιερόθεος
  • Παραμυθιάς: Μητροπολίτης Παραμυθιάς Νεόφυτος, Γεώργιος Τζέτζος, Δημήτριος Κούτζικος.
  • Πρεμετής: Χαράλαμπος Δονάτος, Βασίλειος Σωτηριάδης, Κυριάκος Παπαδόπουλος.
  • Πρεβέζης: Κούτσικας, Ιωάννης Αυγερινός, Δημήτριος Γερογιάννης,
  • Πωγωνίου: Κωνσταντίνος Πλατής, Αθανάσιος Κατούνας, ιερέας Λεωνίδας Βασιλειάδης.
  • Φιλιατών: Γρηγόριος Τσάγκας (ή Τσόγκας).
  • Φιλιππιάδας: ιατρός Κωλέτσης, Ν.Ναστούλης.
  • Χειμάρρας: Χρήστος Δήμας, Νικόλαος Πέπας (Ν.Μήλιος ή Μήλιας)
  • Τεπελενίου: Αλέξανδρος Μέξης, Π.Χαρίτων, Θωμάς Χατζηβασιλείου.
Με απόφαση της Συνελεύσεως δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο τρεις αντιπρόσωποι. Οι άλλοι παρευρίσκονταν ως απλοί σύμβουλοι. Για σημαντικές αποφάσεις ψήφιζαν κατά περιφέρεια. Κάθε περιφέρεια είχε μία ψήφο. Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Γερμανός δεν παρέστη στην Συνέλευση. Στο τηλεγράφημα του αναγράφει: «Λόγοι σπουδαίοι υψίστης ανάγκης δεν επιτρέπουσιν απουσία μου εντεύθεν. Εδώκαμεν πάσαν σχετικήν οδηγίαν ημετέρους αντιπροσώπους».
Διάφορες ενέργειες των αστυνομικών αρχών για την αναβολή των εργασιών δεν έφεραν αποτέλεσμα και από τις πρώτες συνεδριάσεις φάνηκε καθαρά ότι το Συνέδριο θα λειτουργούσε ως επαναστατική συντακτική συνέλευση των Ηπειρωτών. Για την μυστικότητα των απόρρητων θεμάτων που συζητούνταν και των αποφάσεων που λαμβάνονταν, οι αντιπρόσωποι έδωσαν όρκο εχεμύθειας. Κατά την συζήτηση του «κανονισμού των εργασιών» καθορίσθηκε να τηρούνται πρακτικά «απόρρητα» και στις συζητήσεις οι αντιπρόσωποι να περιορίζουν την ομιλία τους στα θέματα της ημερησίας διατάξεως και σε χρόνο όχι περισσότερο από ένα δεκάλεπτο. Την έναρξη των εργασιών της Συνελεύσεως κήρυξε ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, ο οποίος με την εναρκτήρια ομιλία του προέτρεψε τους Ηπειρώτες να αγωνισθούν «μέχρις εσχάτων» για την ελευθερία της «επιδικασμένης» Βορείου Ηπείρου.
Στο μεταξύ στις 31 Ιανουαρίου ανακοινώνεται επίσημα στην ελληνική κυβέρνηση η απόφαση του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας. Οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα ζήτησαν, μέσω του Άγγλου πρέσβη, την άμεση εκκένωση απ’ τον Ελληνικό Στρατό των παραχωρηθέντων στην Αλβανία εδαφών της Βορείου Ηπείρου και της νήσου Σάσων, απειλώντας την κυβέρνηση πως εάν δεν υπάκουγε δεν θα επέτρεπαν την προσάρτηση στην Ελλάδα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Η Συνέλευση στην διάρκεια των εργασιών της από τις 30 Ιανουαρίου ως τις 5 Φεβρουαρίου 1914 εξέτασε τα θέματα:
  • Εξεύρεση ειρηνικής πολιτικής λύσεως.
  • Αντίσταση με τις δυνάμεις και τα οικονομικά μέσα που υπήρχαν.
  • Εκλογή πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του αγώνα.
Για το πρώτο θέμα, επειδή η Συνέλευση ουσιαστικά δεσμευόταν από το τετελεσμένο γεγονός της Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως του Λονδίνου που παραχωρούσε οριστικά την Βόρειο Ήπειρο στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, κατέληξε ομόφωνα στις πρώτες συνεδριάσεις της, μετά από εξαντλητική συζήτηση, στην απόφαση της ένοπλης αντιστάσεως των κατοίκων της περιοχής.
Στο θέμα των δυνάμεων που θα απαιτούνταν για την κάλυψη των βορείων επαρχιών της Ηπείρου, ύστερα από έντονες συζητήσεις και αντεγκλήσεις, μεταξύ των αντιπροσώπων πάνω σε διάφορες προτάσεις και εισηγήσεις που έγιναν, θεωρήθηκε ως αναγκαία για τον ένοπλο αγώνα δύναμη 10.000 – 12.000 ανδρών. Τα σχετικά με την συγκρότηση δυνάμεως προβλήματα θα αντιμετωπίζονταν από την «Οργανωτική Επιτροπή», εκτελεστικό όργανο της Συνελεύσεως, που επρόκειτο να συγκροτηθεί. Συγκεκριμένα κατά τους υπολογισμούς ανώτερων αξιωματικών ως απαραίτητη στρατιωτική δύναμη κρίθηκε ο αριθμός των 10.000 έως 12.000 ανδρών, 80 αξιωματικών και 50 υπαξιωματικών. Η δύναμη των Ιερών Λόχων όλης της Ηπείρου ήταν 5.000 άντρες (3.000 από τις βόρειες επαρχίες και 2.000 από την ελεύθερη Ήπειρο) και της Χιμάρας 1.400. Οι άντρες που είχαν καταταγεί στα Τάγματα Κατοχής (των δύο μεραρχιών VIII και IX) υπολογίζονταν σε 8.000 με 9.000. Επομένως 2.000 με 3.000 άντρες ήταν αρκετοί για να συμπληρωθεί η απαιτούμενη δύναμη.
Σύμφωνα με την γνώμη των αντιπροσώπων η στρατιωτική αυτή δύναμη θα απαιτούσε οικονομική κάλυψη 2 εκατομμυρίων δραχμών την τριμηνία. Κατά συνέπεια 1 εκ. δραχμές θα αρκούσε να συντηρήσει τον αγώνα για ένα τουλάχιστον μήνα. Τα χρήματα αυτά, ύστερα από απόφαση της Συνελεύσεως, θα συγκεντρώνονταν από τις συνεισφορές των κατοίκων της Ηπείρου, τα κληροδοτήματα, τις δωρεές και τις καταθέσεις των ευεργετών και των απόδημων Ηπειρωτών. Με την ίδια απόφαση η οικονομική διαχείριση ανατέθηκε στην Οργανωτική Επιτροπή.
Παράλληλα με τα παραπάνω κύρια θέματα, η Συνέλευση, μετά από εισήγηση του Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασιλείου, συζήτησε και το πρόβλημα των προσφύγων από τις περιοχές όπου θα διεξάγονταν επιχειρήσεις με τους Αλβανούς. Η μεγάλη σοβαρότητα του προβλήματος επέβαλε την συνεννόηση με την Ελληνική Κυβέρνηση, γι’ αυτό αποφασίστηκε ο παραπέρα χειρισμός του από την Οργανωτική Επιτροπή.
Για το τρίτο και σοβαρότερο θέμα, της εκλογής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, η σκέψη που κυριάρχησε στην Συνέλευση (συνεδρίαση 1ης Φεβρουαρίου) ήταν να συγκεντρωθεί όλη η δύναμη, την οποία διέθετε η Ήπειρος στα χέρια ενός ικανού οργάνου. Στην βούληση του θα υπάγονταν οι Ένοπλες Δυνάμεις, οι Επιτροπές Εθνικής Άμυνας, η πολιτική εκπροσώπηση του κινήματος και τα οικονομικά μέσα. Η συζήτηση που επακολούθησε για να βρεθούν οι προσωπικότητες που θα το συγκροτούσαν, όπως φαίνεται από τα πρακτικά ήταν ασυνήθιστα έντονη. Έγιναν πολλές προτάσεις και συζητήθηκαν όλες οι απόψεις των αντιπροσώπων. Τελικά η Συνέλευση αποδέχθηκε να κληθούν και να συγκροτήσουν την «Οργανωτική Επιτροπή», όπως τιτλοφορήθηκε το υπόψη όργανο, οι: Γεώργιος Ζωγράφος, Αντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής, και οι Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων και Κορυτσάς Γερμανός.
Αμέσως μετά στάλθηκαν κρυπτογραφικά τηλεγραφήματα στους Δαγκλή, Ζωγράφο και Μητροπολίτη Γερμανό, με τα οποία αναγγελλόταν η απόφαση. Ο Αντιστράτηγος Π.Δαγκλής απάντησε ότι δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει το μήνυμα, γιατί έλειπε ο Αλέξανδρος Καραπάνος, Υπουργός Εξωτερικών αργότερα της Αυτόνομης Ηπείρου, που είχε τον κώδικα. Ο Γ.Ζωγράφος, σύμφωνα με πληροφορία του Αναπληρωτή Γενικού Διοικητή της Ηπείρου Άγγελου Φορέστη, βρισκόταν στην Κέρκυρα. Έτσι οι αντιπρόσωποι της Συνελεύσεως αποφάσισαν την μετάβαση των Μητροπολιτών Βελλάς και Δρυϊνουπόλεως στην Κέρκυρα για να συναντήσουν το Ζωγράφο και παράλληλα να αποστείλουν από εκεί και νέο τηλεγράφημα στο Δαγκλή.
Από την Κέρκυρα επίσης ο Μητροπολίτης Βασίλειος έστειλε στο Δαγκλή και συγκινητική επιστολή, στην οποία εκφραζόταν η απόγνωση του Ηπειρωτικού λαού για την τροπή που έπαιρνε το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου:«Αν δεν δύναται να μας βοηθήσει ούτε εμμέσως χάριν των γενικότερων συμφερόντων του Έθνους, δεν λέγω του Ελληνισμού, καθότι και η Ήπειρος είναι Ελληνική, δεν είναι μόνον αι Νήσοι Ελληνικαί, τότε να παρακληθή να μας αφήσει ελευθέρους να σκεφθώμεν, ενεργήσωμεν, αποφασίσωμεν περί της σωτηρίας μας, της ανεξαρτησίας μας και μη μας θεωρή ως res (πράγματα) ή ανταλλάγματα».
Η απάντηση του Δαγκλή με κρυπτογραφικό τηλεγράφημα και ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου 1914, προς τον Μητροπολίτη Βασίλειο στην Κέρκυρα ήταν αρνητική: «Βασιλεύς και Κυβέρνησις θεωρούσιν επιζημίαν εις συμφέροντα Ελληνισμού άμυναν Ηπειρωτών και ου μόνον ουδεμίαν δύνανται παράσχειν έμμεσον επικουρίαν, αλλά και ρητώς απαγορεύουσιν ανάμιξιν εις πάντα αξιωματικόν και στρατιώτην… αναγκάζομαι καταπνίξαι αισθήματα μου και μη αποδεχθήναι γενομένην μοι μεγίστην τιμήν».
Την ίδια ημέρα έστειλε και επιστολή προς τον Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα, στον οποίο εξηγούσε διεξοδικότερα την άρνηση του και τους λόγους για τους οποίους η Ελληνική Κυβέρνηση δεν ήταν δυνατό να υποστηρίξει τον αγώνα των Βορειοηπειρωτών: «Το έθνος περιστοιχίζεται έτι υπό πολλών κινδύνων, των εχθρών αυτού καραδοκούντων πάσαν περιπλοκήν. θα ήτο δε προδοτικόν εκ μέρους Ελλήνων και δη κατεχόντων επίσημον θέσιν, να ωθήσωσι δι’ ασυνέτων ενεργειών το έθνος εις σοβαροτάτας περιπλοκάς προς την Ιταλίαν και Αυστρίαν. Αντίστασις ενεργουμένη υπό ολίγων Ηπειρωτών, άνευ σχεδόν χρηματικών πόρων και άνευ φυσιγγίων δύναται να βλάψη εν γένει το έθνος… και άκαρπος θέλει αποβή».
Λίγες μέρες αργότερα, αφού έλαβε και την επιστολή του Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως ο Αντιστράτηγος Δαγκλής του έστειλε δεύτερη επιστολή με ημερομηνία 8 Φεβρουαρίου και παρόμοιο περιεχόμενο: «Ρητώς μοι λέγωσιν (σ.σ. Βασιλιάς και Κυβέρνηση) ότι δεν θέλουσι χορηγήσει ούτε έναν στρατιώτην, ούτε εν φυσίγγιον. Η αντίστασις κατά των Αλβανών φοβούμαι όμως ότι θα καταστή εις το μέλλον αδύνατος η συμφιλίωσις και συμβίωσις μεταξύ των δύο φυλών, προς μεγάλην ζημίαν του Ελληνισμού και προς όφελος των εχθρών αυτού».
Στις 4 Φεβρουαρίου οι δύο Μητροπολίτες επέστρεψαν από την Κέρκυρα και ενημέρωσαν την Συνέλευση για την αρνητική απάντηση του Αντιστράτηγου Π.Δαγκλή καθώς και τις απόψεις του Γ.Ζωγράφου ότι πριν αποδυθεί ο ηπειρωτικός πληθυσμός σε «απεγνωσμένο αγώνα υπέρ βωμών και εστιών», θα έπρεπε να εξαντληθεί κάθε προσπάθεια για την εξασφάλιση του εθνικού φρονήματος, της ασφάλειας της ζωής και της περιουσίας του. Θα έπρεπε να συγκροτηθεί επιτροπή που θα παρουσιαζόταν στην Ελληνική Κυβέρνηση και στους Πρέσβεις στην Αθήνα για να τους επεξηγήσει την θέση του ζητήματος και τον κίνδυνο τον οποίο διέτρεχαν οι Ηπειρώτες και να ζητήσει εγγυήσεις. Αν τα διαβήματα αυτά δεν σημείωναν επιτυχία τότε αποδεχόταν να συμμετάσχει στον αγώνα, χωρίς να μπορεί να αναλάβει και την ευθύνη για τα αποτελέσματα του, εφόσον η διεθνής κατάσταση, η θέση του Ελληνισμού και η έλλειψη των μέσων οδηγούσαν, κατά την γνώμη του, σε απεγνωσμένο αγώνα του οποίου τα αποτελέσματα δεν μπορούσε να τα προβλέψει ως ευχάριστα.
Στην Αθήνα επίσης θα έπρεπε να βρίσκεται μια επιτροπή με μερική πληρεξουσιότητα για συζητήσεις με φανερό το αίτημα της αυτονομίας, ενώ θα συνεχίζονταν οι προετοιμασίες για την άμυνα. Στην περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση θα άρχιζε να αφοπλίζει τους Ηπειρώτες και οι σχετικές ενέργειες της επιτροπής για την παρεμπόδιση του μέτρου δεν θα είχαν αποτέλεσμα, θα έπρεπε η Πανηπειρωτική Συνέλευση να κηρύξει αμέσως την επανάσταση και να αναθέσει σε επιτροπή να εκλέξει ως αρχηγό αυτόν που η κοινή γνώμη στην Ήπειρο θα υποδείκνυε.
Όσον αφορά την λύση της αυτονομίας εκτιμούσε ότι η επιτροπή ήταν ενδεχόμενο να αντιμετώπιζε το θέμα της αναγνωρίσεως του αλβανικού καθεστώτος και θεωρούσε ότι ήταν σκόπιμο να γίνει δεκτή η αυτονομία έστω και υπό τον Βηδ. Αν και αυτό αποτύγχανε, υπολείπονταν σύμφωνα με την γνώμη του, η ευρεία αυτοδιοίκηση υπό μορφή καντονίου ή κάποιας παρόμοιας περιπτώσεως και σε έσχατη ανάγκη η αποδοχή διεθνούς κατοχής για σειρά ετών.
Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Συνέλευση, μετά την ενημέρωση επί των προτάσεων του Γ. Ζωγράφου, ήταν βαριά και η κατήφεια γενική. Στο μεταξύ είχαν φτάσει και οι αντιπρόσωποι της Κορυτσάς και ορισμένων άλλων περιοχών που είχαν καθυστερήσει εξαιτίας της κακοκαιρίας, των αποστάσεων κ.τ.λ. Οι αντιπρόσωποι της Κορυτσάς που πήραν αμέσως το λόγο δήλωσαν ότι χωρίς την υποστήριξη της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ο αγώνας δεν θα είχε αποτέλεσμα και εξέφρασαν φόβους για την τύχη της περιοχής τους, αφού θα ήταν περισσότερο εκτεθειμένη στην αλβανική απειλή, εξαιτίας της ενάρξεως της αποχωρήσεως του Ελληνικού Στρατού από εκεί.
Κατά την συζήτηση εξετάσθηκαν οι δυνάμεις και τα μέσα της περιοχής. Οι αντιπρόσωποι της Κορυτσάς ανέφεραν ότι διέθεταν 2.500 – 3.000 ενόπλους, τροφές για ένα εξάμηνο και ότι η αναλογία μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων ήταν 2:3. Δήλωσαν όμως παράλληλα ότι τους ανησυχούσε η έλλειψη αξιωματικών που κατάγονται από την περιοχή και ζήτησαν οι επιφυλάξεις τους για τον αγώνα να καταχωρηθούν στα Πρακτικά της Συνελεύσεως. Με τις επιφυλάξεις αυτές συμφώνησαν και οι αντιπρόσωποι της Κολώνιας και του Τεπελενίου. Για να τους καθησυχάσει ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως , ανέλαβε να γράψει σχετικά στον Ταγματάρχη Τσόντο – Βάρδα και το Λοχαγό Κοσμόπουλο που βρίσκονταν στην Κορυτσά.
Επακολούθησαν έντονες συζητήσεις, εξετάσθηκαν όλες οι προτάσεις και τέλος με εισήγηση του Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα αποφασίσθηκε μετά την άρνηση του Δαγκλή, να κληθεί να αναλάβει ως στρατιωτικό ηγέτης ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Παράλληλα ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος έστειλε επιστολή και στον Αντισυνταγματάρχη Πεζικού Δημήτριο Δούλη στην Χιμάρα ζητώντας του να ταχθεί, ως Ηπειρώτης, υπό τις διαταγές της Συνελεύσεως.
Στο διάστημα των έξι συνεδριάσεων της η Πανηπειρωτική Συνέλευση εξέτασε όλες τις δυνατότητες και τους τρόπους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Ηπειρωτικό Ζήτημα σε κάποια ειρηνική λύση. Μια λύση που θα επέτρεπε στους Έλληνες Χριστιανούς να παραμείνουν στις πατρογονικές τους εστίες και να ζήσουν ειρηνικά, με εθνική αξιοπρέπεια, χωρίς το συνεχή εφιάλτη της εξοντώσεως και του αφανισμού τους. Τελικά όμως, μη έχοντας άλλα περιθώρια για αναζήτηση πολιτικής λύσεως, πήρε ομόφωνα την μεγάλη απόφαση για ένοπλη αντίσταση. Την απόφαση αυτή έκανε γνωστή η Οργανωτική Επιτροπή στην Ελληνική Κυβέρνηση με τηλεγράφημα της στις 9 Φεβρουαρίου.
Στο μεταξύ η Επιτροπή είχε πάρει στις 7 Φεβρουαρίου τηλεγράφημα από τον Αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Δούλη, στο οποίο δήλωνε: «Ευγνωμονών δια προτίμησιν, δηλώ ότι τούτο ήτο όνειρον ζωής μου ν’ αποθάνω δια την γενέτειραν. Τιθέμενος διαταγάς σας παρακαλώ επισπεύσατε ενέργειαν. Τούτο επιβάλλει συμφέρον πατρίδος». Στις 9 Φεβρουαρίου λαμβάνεται και η αρνητική απάντηση του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη. Την ίδια μέρα η Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι είχε αρχίσει η μεταφορά των υλικών των αποθηκών και των πυρομαχικών στα νότια των νέων ελληνοαλβανικών συνόρων, που καθόρισε η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου.
Μετά από αυτό το γεγονός η Οργανωτική Επιτροπή έκρινε ότι είχε φτάσει η ώρα για την μεγάλη απόφαση...
του Θεόδωρου Ασβεστόπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια :