Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Η σκόπιμη διαστρέβλωση των αρχαίων ελληνικών εννοιών




Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει στο έργο του «Statistik des neutestamenlichen Wortschatzes» (Zurich 1958), ο Robert Morgenthaler, περί στατιστικών στοιχείων αναφορικά με τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης, η τελευταία αριθμεί 5.436 λέξεις, από τις όποιες οι 3.000 προέρχονται από το λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής. Από τις υπόλοιπες, οι 1.900 διατυπώθηκαν για πρώτη φορά από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, οι 491 είναι δημιουργήματα της μετακλασικής γραμματείας, ενώ οι 45 είναι ξένες.

Η κατηγοριοποίηση αυτή, βέβαια, είναι εντελώς συμβατική, αφού μία εις βάθος γλωσσολογική εξέταση δύναται ν’ αποδείξει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των λέξεων (τόσο της Καινής Διαθήκης, όσο και της μεταγενέστερης εκκλησιαστικής και πατερικής γραμματείας), όπως αναφέρει και ο διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Λουκάς X. Φίλης από το βιβλίο του «Η γλώσσα της Καινής Διαθήκης» (Αθήνα, 1984),
«προέρχεται γλωσσικά και εννοιολογικά από τον χώρο της ελληνικής σκέψεως και διανοήσεως και συντίθεται για να αποτελέσει ολοκληρωμένη έννοια, με τον καθαρά ελληνικό τρόπο διατυπώσεως».
Ωστόσο, το θρησκευτικό πνεύμα της χριστιανικής γραμματείας σε συνδυασμό με την αναμφισβήτητη επιρροή της γλώσσας στον ψυχισμό του ανθρώπου, οδηγεί στην αλλοίωση, ή ολοκληρωτική διαστρέβλωση του εννοιολογικού τους περιεχομένου, καθώς άνευ αναφοράς στον θεό, καταντούν κενές νοήματος στη συνήθη χρήση τους έως σήμερα.
Ακολουθούν ως παραδείγματα, ορισμένες από τις λέξεις αυτές με αντιπαραβολή της προτέρας και νεώτερης (χριστιανικής) σημασίας τους…
Αγάπη: Στα αρχαία ελληνικά, εκ του «άγαμαι» και του ποιητικού τύπου του «αγάζομαι» (=θαυμάζω, παραξενεύομαι). Στη χριστιανική γραμματεία έλαβε την έννοια, όχι μόνον της αντιθέσεως προς το μίσος, αλλά και της φιλότητος, υπό την σκέπη όμως του Θεού, κατά τους βιβλικούς συγγραφείς.
Άγγελος: Στα αρχαία ελληνικά, αυτός που κομίζει μήνυμα, ο αγγελιαφόρος. Στον Χριστιανισμό (αλλά και στον Ιουδαϊσμό και στο Ισλάμ), οι άγγελοι είναι υπερκόσμια όντα, μέσω των οποίων ο Γιαχβέ κάνει γνωστή την βουλή του στους θνητούς.
Αγιότητα: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε την αγνότητα, ενίοτε όμως σήμαινε και τη μιαρότητα. Περαιτέρω έλαβε τη σημασία της αφιερώσεως στον Θεό.
Αδελφοσύνη: Παράγεται εκ του «αδελφός» (ο προερχόμενος από την ίδια μήτρα -δελφύς=μήτρα). Έφθασε να σημαίνει την «εν Πνεύματι Αγίω» αποκλειστικά αδελφική σχέση όλων των θνητών εχόντων ως πατέρα τον Θεό.
Αιωνιότητα: Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη ήταν δηλωτική του μεγάλου χρονικού διαστήματος, της εποχής ή της ηλικίας, ανάλογα με την περίπτωση χρήσεώς της. Η σημασία της στο χριστιανικό λεξιλόγιο είναι αυτή της ατελεύτητης ζωής στην υπερκόσμια διάσταση του Γιαχβέ.
Αλήθεια: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε το μη αποκεκρυμμένο, την πραγματικότητα. Και μόνο η θεολογική αναφορά στον Θεό ως απόλυτη «Αλήθεια» υστερεί ως προς την αποδεικτική πλευρά, καθώς η υφή της έννοιας «αλήθεια» {α-λήθω=λανθάνω) προϋποθέτει τη σαφή και αντικειμενική απόδειξη.
Αμαρτία: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε την αποτυχία, την αστοχία. Ο όρος σημαίνει πλέον την κακοπραγία που αντιβαίνει στη θεία βούληση.
Αρετή: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε την παλικαριά, την γενναιότητα. Η χριστιανική της έννοια, είναι η συμμόρφωση με όσα εντέλλεται ο Θεός.
Δαίμονας: Στα αρχαία ελληνικά, η θεότητα. Η αρνητική σημασία της λέξεως σήμερα, συνίσταται στην ταύτισή της με το κακό πνεύμα. Δαίμονες επίσης ονομάζονταν και οι ψυχές των ανθρώπων, που αποτελούσαν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ θεών και θνητών.
Διάβολος: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε τον συκοφάντη, τον ψευδώς κατηγορών. Η προσωποποίησή του και η σημασία που έλαβε έκτοτε, δεν χρήζουν σχολιασμού.
Δόγμα: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε τη γνώμη, την απόφαση, το ψήφισμα. Στο χριστιανικό λεξιλόγιο η λέξη σημαίνει την μη επιδεχόμενη αμφισβήτηση της αυθεντικής θεωρίας περί θεού.
Εκκλησία: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε τη συνέλευση του δήμου. Έχει πλέον την έννοια του συνόλου των πιστών στον Θεό.
Ελπίδα: Στα αρχαία ελληνικά, η προσδοκία, η αναμονή. Η αναφορά της ελπίδας στον Θεό, την κατατάσσει μεταξύ των τριών βασικών χριστιανικών αρετών (πίστη, ελπίδα, αγάπη).
Ευλογία: Στα αρχαία ελληνικά, ο έπαινος, το εγκώμιο. Σήμερα έφθασε να σημαίνει την ιερατική ευχή και την θεϊκή τύχη, έγκριση, βοήθεια ή ανταμοιβή.
Εωσφόρος: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε τον φωτοδότη, αυτόν που φέρει την αυγή της ημέρας. Ήταν προσωνύμιο του θεού Απόλλωνα. Το μίσος κατά του Ελληνισμού υπήρξε η αίτια ταυτίσεώς του με τον Σατανά.
Θεός: Στα αρχαία ελληνικά, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η λέξη προκύπτει εκ του ρήματος «θέω»* (=δράμω, σπεύδω, τρέχω). Η ετυμολογία της λέξεως, φανερώνει την ανθρωπομορφική, περί θεών, αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων. Κατόπιν, «θεός» εκλήθη το εξωσυμπαντικό-υπερκόσμιο ον (Γιαχβέ), που κατά τη σημιτική αντίληψη εξουσιάζει τον κόσμο.
* Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο («Ευτέρπη», 52), η λέξη προκύπτει από το ρήμα «τίθημι» «θεοὺς δὲ προσωνόμασαν σφέας ἀπὸ τοῦ τοιούτου, ὅτι κόσμῳ θέντες τὰ πάντα πρήγματα καὶ πάσας νομὰς εἶχον»
Κοινωνία: Στα αρχαία ελληνικά, η συναναστροφή, η επικοινωνία. Οι συγγραφείς της Εκκλησίας περιορίζουν την αρχική ευρύτητα αυτής της έννοιας στη σχέση μεταξύ πιστού-Θεού και πιστών μεταξύ των.
Κόλαση: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε την τιμωρία. Ο αρχαίος αυτός δικανικός όρος, έφθασε να σημαίνει τον τόπο ή την μέθοδο τιμωρίας των μη υπάκουων στον Γιαχβέ, μετά τον θάνατό τους.
Λόγος: Η λέξη ήταν πολυσήμαντη. Η κύρια έννοιά της, ωστόσο, είναι αυτή του νόμου λειτουργίας του σύμπαντος. Στη χριστιανική Θεολογία σημαίνει αφ” ενός τον νόμο δημιουργίας του σύμπαντος (τον Λόγο του Θεού ως ενσάρκωση του οποίου φέρεται ο Ιησούς, ως ενδιάθετος Λόγος) κι αφ” ετέρου τον προφορικό ή γραπτό λόγο των βιβλικών προσώπων και συγγραμμάτων.
Πίστη: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε την αξιοπιστία, την εμπιστοσύνη. Στη θρησκευτική της χρήση, η έννοια επιτείνεται με την αποδοχή του Θεού ως απολύτου κυρίου και την υποταγή σ” αυτόν.
Πνεύμα: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε το φύσημα, την πνοή, την αναπνοή. Στη φιλοσοφία εφέρετο ενίστε και ως το ανώτερο μέρος της ψυχής ή κάτι κεχωρισμένο απ” αυτήν. Στην χριστιανική θρησκεία σημαίνει το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ως ομοούσιο με τα δύο άλλα και ουσιαστικά την ψυχή του κάθε ανθρώπου.
Σωτηρία: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε τη διάσωση από κίνδυνο. Στο χριστιανικό λεξιλόγιο σημαίνει τη λύτρωση από τα διαβολικά δεσμά του κόσμου και την διά της υπακοής στον Θεό αποφυγή της Κολάσεως.
Χάρη: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε την εύνοια, τη γοητεία, το θέλγητρο, την αίγλη. Στο χριστιανικό λεξιλόγιο ως γνώρισμα του Θεού και των αγίων, απαντά με την πρώτη σημασία, καθώς οι υπόλοιπες…απαγορεύονται.
Οι αλλαγές των νοημάτων στα παραπάνω λήμματα είναι έκδηλες και αναμφισβήτητες. Η βασικότερη συνέπεια αυτών, δεν είναι μόνο οι παρανοήσεις στη χρήση λέξεων σαν αυτές, αλλά κυρίως η αποκοπή των χρηστών της ελληνικής γλώσσας από τις γενετικές απαρχές της. Συνεπώς το επιχείρημα ότι η συγγραφή της Βίβλου και της πατερικής γραμματείας στα ελληνικά, έσωσε και τη γλώσσα μας από αφανισμό είναι μάλλον αδόκιμο. Ακριβέστερο θα ήταν, εάν ελέγετο ότι ο Χριστιανισμός της Ανατολής έσωσε ένα ελληνικό λεξιλόγιο, αλλά παρήλλαξε ή διαστρέβλωσε εσκεμμένα το νόημα των λέξεων, δίδοντας σ’ αυτές άλλο περιεχόμενο, αυτό που συνέφερε στο δόγμα.
© Μάριος Μαμανέας «Δαυλός»
Γραφή: Ένα Μέσο Καταπίεσης; Η έλευση της γραφής θεωρείται γενικότερα σαν ένα σημαντικό βήμα πολιτισμικής εξέλιξης, ενώ έχει δοθεί πολύ λιγότερο σημασία στις πολιτικές προεκτάσεις του. Ωστόσο φαίνεται ότι η πιο σημαντική λειτουργία της γραφής είχε σχέση με θέματα διαχείρισης που αφορούσαν τη δουλεία και τους κανονισμούς της κοινωνίας.
Κάτι τέτοιο εκφράζεται και στην προσπάθεια να γίνει κατανοητή η πρωτο-Ελαμιτική γραφή, ένα από τα αρχαιότερα μη αποκρυπτογραφημένα συστήματα γραφής στον κόσμο που εμφανίστηκε στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα το ΝΔ Ιράν, πριν από 5,000 χρόνια πριν. Πρόκειται για γραφή που σώθηκε πάνω σε πήλινες πλάκες και αποτελεί μία από τις πρώτες προσπάθειες του ανθρώπου να κρατήσει μόνιμα αρχεία καταγραφής του περιβάλλοντός του.
Ακόμα και αν τα σύμβολα δεν τους είναι όλα κατανοητά, οι αρχαιολόγοι μπορούν να προσδιορίσουν το περιεχόμενο των μηνυμάτων στις πλάκες αυτές. Το σύστημα αρίθμησης είναι επίσης κάτι που μπορεί να προσδιοριστεί και μάλιστα δείχνει ότι το περιεχόμενο αυτής της γραφής αφορά κατ’ εξοχήν λογαριασμούς ιδιοκτησίας και κατοχής γης και ανθρώπων. Μιλούν και ιδιοκτησία και κοινωνική θέση και δεν καταγράφουν κείμενα λογοτεχνίας, όπως ποίηση κάτι που είναι αρκετά συνηθισμένο και σε άλλα αντίστοιχα συστήματα γραφής.
Πρόκειται για μία απλή κοινωνία με μία άρχουσα τάξη να δεσπόζει. Κάτω από αυτήν υπάρχει μία σειρά δυνατών μεσαίων θα λέγαμε στρωμάτων, κάτω από αυτούς εργάτες οι οποίοι αντιμετωπίζονται σαν “κοπάδια ζώων.” Οι άρχοντες έχουν τίτλους και ονόματα που έχουν σχέση με την κοινωνική επιφάνειά τους και επιρροή τους. Αν κάποιος για παράδειγμα λέγεται “Κος Εκατό” δείχνει τον αριθμό των ανθρώπων που βρίσκονται κάποιον από αυτόν.
Από τις πήλινες αυτές πινακίδες δεν είναι δυνατόν να υπολογίσουμε το μερίδιο τροφής που έπαιρναν οι εργάτες στα χωράφια, αν και η διατροφή τους βασιζόταν στο κριθάρι το οποίο το έσπαγαν, το έκαναν χυλό και το έπιναν με μπύρα. Ωστόσο, όσοι άνηκαν σε πιο ψηλές τάξεις ίσως να έτρωγαν και γιαούρτι, τυρί και μέλι και συντηρούσαν επίσης κατσίκες, πρόβατα και μοσχάρια.
Όπως λοιπόν ήταν αναμενόμενο όσοι βρίσκονταν ψηλότερα στην κοινωνική πυραμίδα είχαν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής, ενώ για όσους ήταν στα κατώτερα μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο μέσος όρος ζωής θα μπορούσε να είναι ο ίδιος με αυτόν που υπάρχει σήμερα στις φτωχότερες χώρες του κόσμου.
Αν θεωρήσουμε τη γραφή σαν ένα μέσο καταγραφής των εντυπώσεων ενός παρατηρητή μπορούμε να θεωρήσουμε ότι υπήρχε ένα είδος πρωτο-ιστορικού που είχε το καθήκον να δημιουργήσει αυτές τις πρώτες πινακίδες, ωστόσο το περιεχόμενό τους όπως περιγράψαμε παραπάνω έχει να κάνει με κείμενα καθαρά χρηστικό περιεχόμενο και λειτουργία: ήταν αρχεία της άρχουσας τάξης. Πραγματικά η δημιουργία της γραφής πολύ πιθανόν να προήλθε για να εξυπηρετήσει την εξέλιξη και τη διάδοση της ιδιοκτησίας.
Πριν τη Νεολιθική Επανάσταση και την εμφάνιση της γεωργίας, όντας κυνηγοί-καρποσυλλέκτες, οι πρόγονοί μας δεν είχαν θεωρητικά ιδιοκτησία. Χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να συγκεντρώσουν δύναμη από την αντίστοιχη συγκέντρωση πόρων και τροφής λειτουργούσαν με έναν φυσικό τρόπο ισότητας και συνεργασίας.
Για να δημιουργηθούν πάσης φύσεως ανισότητες πρέπει να σταματήσουμε τις μετακινήσεις και να ξεκινάμε να αποκτούμε ιδιοκτησία καθώς και να τη διατηρήσουμε, χρειάζεται κάποιο είδος γραφής: ένα είδος συστήματος γραφής λειτουργούσε σαν μία απόδειξη ότι κάτι ανήκει κάπου. Η δύναμη της γραφής να καταγράφει αυτές τις ανισότητες στην ιδιοκτησία χωρίς αμφιβολία ενίσχυσε το διαχωρισμό μεταξύ των εγγράμματων και αγράμματων, αυτών που χρησιμοποιούσαν τη γραφή και αυτών που χρησιμοποιούνταν από τη γραφή.
Όπως είδαμε παραπάνω λοιπόν, η γεωργία “λειτούργησε” με έναν τρόπο διατηρώντας μία ομάδα που εργαζόταν καταναλώνοντας μόνο την απαραίτητη ποσότητα τροφής για να αποδώσει, αλλά ήταν και αρκετά αδύναμη για να αντιδράσει εναντίον αυτών που πρόσφερε υπηρεσίες. Και εκείνοι πια που μπορούσαν να δίνουν οποιουδήποτε είδους ανταμοιβές είχαν στα χέρια τους το μέσο της γραφής, αυτό που πλέον αντιπροσώπευε σε ποιον άνηκε τι.
Οτιδήποτε καταγραφόταν σε πέτρα ή αλλού από τότε και στο εξής θεωρούταν ένα σταθερό δεδομένο που δεν μπορούσε να αλλάξει, ούτε να γίνει θέμα διαπραγμάτευσης ή εύκολης τροποποίησης. Μπορεί λοιπόν ακόμα και σήμερα η γραφή να “μονιμοποιεί” τη γλώσσα μας, αλλά η δύναμη της ίδιας της γλώσσας βρίσκεται στη συνεχή πλαστικότητά της και η εξέλιξη των συστημάτων γραφής πιστοποιεί αυτό ακριβώς.
terrapapers

Δεν υπάρχουν σχόλια :