Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

ΟΧΙ - 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940


Η Μπατερφλάυ του πολέμου

Του Γιώργου Α. Λεονταρίτη


Είναι γνωστό, ότι το μέγα κεφάλαιο της Ιστορίας του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940, άρχισε με την νυκτερινή επίσκεψη του πρεσβευτού Εμμ. Γκράτσι στο μικρό σπίτι του πρωθυπουργού Ιω. Μεταξά στην Κηφισιά. Εκεί ο Ιταλός πρεσβευτής επέδωσε στον κυβερνήτη μας το τελεσίγραφο, και έλαβε την ιστορική αρνητική απάντηση.
Υπάρχει όμως ένα παρασκήνιο που προηγήθηκε αυτής της νυκτερινής επισκέψεως. Το παρασκήνιο αυτό, έχει καλλιτεχνικό χαρακτήρα και συνδέεται με την άφιξη στην Αθήνα του γυιού του κορυφαίου συνθέτη Τζιάκομο Πουτσίνι, όπου θα έδινε παράσταση στην «Λυρική» με την πασίγνωστη «Μαντάμ Μπατερφλάυ». Το γεγονός αυτό, έχει γραφεί πολλές φορές. Εκείνο που δεν γνωρίζει το ευρύ κοινό, είναι το πώς και γιατί πραγματοποιήθηκε εκείνη η άφιξη του διάσημου καλλιτέχνη στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Δεν ήταν τυχαία η επίσκεψη, και μεθοδεύτηκε ένα μεσημέρι στην ταβέρνα του «Ψαρόπουλου» στην Γλυφάδα, κάτω από την αόρατη παρακολούθηση της ελληνικής αντικατασκοπίας!
Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, από ένα γεύμα με ψαροφαγία και κρασί ρετσίνα, δίπλα στην έρημη τότε παραλία της Γλυφάδας, ξεκίνησε ο πρόλογος του τελεσιγράφου του Μουσολίνι! Δύο άνθρωποι ήσαν οι πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας. Οι δύο συνδαιτημόνες: Ο Ιταλός Γκράτσι, και ο Διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Κωστής Μπαστιάς. Έπαιξαν μεταξύ τους ένα θέατρο. Τα λόγια του «ρόλου» τους όμως, είχαν «γράψει» οι δύο κυβερνήτες: Ο Μουσολίνι και ο Μεταξάς, αντιστοίχως! Και οι δύο έπαιξαν πολύ καλά και πειστικά τον ρόλο τους. «Κερδισμένος» όμως, βγήκε ο Μπαστιάς (δηλ. ο Μεταξάς) επειδή είχε διαβλέψει σε τι εστόχευε η ιταλική πλευρά, ενώ ο Γκράτσι (δηλ. ο Μουσολίνι) ενόμισε ότι είχε αποκοιμήσει την ελληνική κυβέρνηση!

Για τον Κωστή Μπαστιά, αυτόν τον κορυφαίο δημοσιογράφο, που συνέδεσε τ’ όνομά του με τις καλύτερες περιόδους της «Λυρικής Σκηνής», θα χρειαζόταν τόμος ολόκληρος για να καταγράψει κανείς – έστω περιληπτικά – το πολυσχιδές έργο του.
Ευτυχώς, ο γυιός του κ. Γιάννης Μπαστιάς, με την θαυμάσια πολύτομη εργασία του, έδωσε όλο το απίστευτο εύρος της πνευματικής προσφοράς του πατέρα του.
Θα καταθέσω όμως εδώ, μιαν ιστορική μαρτυρία του, όπως μου την αφηγήθηκε ο ίδιος. Και είναι ιστορική, διότι αφορά μια παράσταση ξεχωριστή της «Λυρικής», η οποία σχετίζεται άμεσα με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τον Κωστή Μπαστιά, τον καιρό που εργαζόμουν σαν συντάκτης στην «Βραδυνή». Εκείνος, ερχόταν αργά το βράδυ, πάντα κομψός, με την αχώριστη πίπα και πάντα καλόκαρδος με χαμόγελο, μας καλησπέριζε όλους στην αίθουσα της συντάξεως. Ύστερα, συνεργαζόταν με τον Τζώρτζη Αθανασιάδη, και κατόπιν κλεινόταν στο γραφείο του για να γράψει, επιφυλλίδα, σχόλια, ή χρονογράφημα.
Ήταν πάντα προσηνής, και χαιρόταν να κουβεντιάζει μ’ εμάς, νέους τότε συντάκτες, ιδίως όταν έβλεπε ότι είχαμε ευρύτερα πνευματικά ενδιαφέροντα. Είχα ακούσει γι’ αυτήν την ιστορία της παραστάσεως της «Λυρικής» κατά τις παραμονές του πολέμου, κι επειδή έγραφα κάποιο «επετειακό» θέμα, του εζήτησα τις λεπτομέρειες εκείνης της ιστορίας. Με δέχθηκε πρόθυμα, μ’ έβαλε να καθήσω κοντά του, άναψε την πίπα του, και ξετύλιξε τις αναμνήσεις του. Δεν ήταν τότε μόνον ο διευθυντής της «Λυρικής», αλλά ανήκε και στο «στενό περιβάλλον» του πρωθυπουργού Ιω. Μεταξά, γεγονός που του παρείχε την ευκαιρία να γνωρίζει και τα διπλωματικά παρασκήνια.
–Θα σου πω για την περίφημη «Μαντάμ Μπατερφλάυ» – που άφησε εποχή – κάτι, που κατά σύμπτωσιν, δεν το έχω γράψει...
Κρεμόμουν απ’ τα χείλη του. Ήξερε να διηγείται όμορφα και να ζωγραφίζει τις λέξεις του, ζωντανεύοντας το σκηνικό εκείνης της μεγαλειώδους περιόδου.
Το δεύτερο έργο, μετά την «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους, που θα ανέβαζε η νεοσύστατη τότε Λυρική Σκηνή, ήταν η «Μπατερφλάυ» του Πουτσίνι. Η απόφασις είχε ληφθεί πριν από την 15η Αυγούστου 1940. Δηλαδή, πριν από την ημέρα που το «άγνωστο υποβρύχιο» ετορπίλλισε το καταδρομικό «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου. Κανείς δεν αμφέβαλλε σε ποιο κράτος ανήκε το υποβρύχιο. Ούτε όμως η κυβέρνηση Μεταξά, ούτε ο Τύπος διατυπώσανε την κατηγορία. Όλοι βουβοί. Η πολιτική γραμμή ήταν να μην δοθεί καμιά δικαιολογία στα ιταλικά σχέδια.
Από καιρό η Ρώμη είχε διατυπώσει κατηγορίες, πως η Ελλάς παραβίαζε την ουδετερότητα υπέρ των Άγγλων. Από καιρό οι ελληνικές πρεσβείες Ρώμης, Βερολίνου, Λονδίνου πληροφορούσαν την κυβέρνηση, πως κάτι ετοίμαζε η Ρώμη. Ο τορπιλλισμός της «Έλλης» στάθηκε ξεκάθαρη προειδοποίηση.
Η Τέχνη βρίσκεται έξω από τον πολιτικό μανδρότοιχο. Ωστόσο, μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα, ποιος μπορούσε να προβλέψει τι θα γινότανε ως τις 26 Οκτωβρίου, που είχε οριστεί η πρεμιέρα της «Μπατερφλάυ»;
Πώς, μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα να παιχτεί έργο Ιταλού συνθέτη; Το θέμα δεν μπορούσε ν’ αποφασιστεί από μόνη τη διοίκηση του Βασιλικού Θεάτρου, που τμήμα του ήτανε η Λυρική Σκηνή. Ευθύς μετά τον τορπιλλισμό της «Έλλης», ο Μπαστιάς, σαν υπεύθυνος διευθυντής του Βασιλικού Θεάτρου, είδε τον Πρωθυπουργό Μεταξά, και του εξέθεσε το όλο θέμα. Εκείνος, τον άκουσε σιωπηλός, και μετά δύο λεπτά, του είπε:
–Δεν θα γίνει καμία μεταβολή στο πρόγραμμά σας. Θα παίξετε την «Μπατερφλάυ» και θα διαφημίσετε εντυπωσιακά την πρεμιέρα. Θα παραστώ και εγώ.
Για τον Μπαστιά όμως, το θέμα δεν έκλεινε εκεί, και είπε:
–Μάλιστα κ. Πρόεδρε. Αλλά είναι και κάτι άλλο. Ξέρετε πως ο πρεσβευτής της Ιταλίας, ο κ. Γκράτσι, είναι μουσικός. Παίζει βιολί. Μου εξέφρασε την επιθυμία, πριν φυσικά από τον τορπιλλισμό της «Έλλης», να παρακολουθήσει μια-δυο πρόβες της «Μπατερφλάυ».
–Να ικανοποιηθεί η παράκλησή του, απήντησε κατηγορηματικά και χωρίς κανένα δισταγμό ο Μεταξάς. Θα πάρεις την πρωτοβουλία να τον ειδοποιήσεις.
Χωρίς περισσότερα λόγια, ο Μπαστιάς κατάλαβε πως η κυβερνητική γραμμή ήταν, ανώδυνες φιλικές πράξεις, χρήσιμες για να υποστηριχθεί πως η Ελλάς δεν προκαλεί. Κι αληθινά δεν προκαλούσε. Ο Μεταξάς ήθελε να φορτωθεί η Ιταλία στους ώμους της όλο το ηθικό βάρος, οποιασδήποτε μορφής επιθετικής ενέργειας. Αντίθετα από την πολιτική του Άξονα Βερολίνου-Ρώμης, ο Έλληνας πρωθυπουργός ήθελε να έχουν ηθική δικαίωση οι αγώνες του Έθνους.
Στις 25 Αυγούστου, ο Μπαστιάς τηλεφώνησε στον πρεσβευτή Γκράτσι, πως σύμφωνα με την επιθυμία που του είχε διατυπώσει, μπορούσε να παρακολουθήσει μία ή περισσότερες δοκιμές της «Μπατερφλάυ». Του απάντησε:
–Σας ευχαριστώ πολύ. Θα είναι για μένα ένα ανανεωτικό «ρηλάξ» η αλλαγή ατμόσφαιρας. Είστε ελεύθερος αύριο το μεσημέρι;
Ο Διευθυντής της «Λυρικής» του απάντησε ότι ήταν.
–Τι θα λέγατε να πάμε προς την θάλασσα, να φάμε μαζί;
–Δεν έχω καμιά αντίρρηση.
–Τότε θα περάσω να σας πάρω από το Βασιλικό Θέατρο, αύριο στη μιάμιση...
Έτσι κι έγινε. Πήγαν κι έφαγαν στου «Ψαρόπουλου», στην Γλυφάδα. Καθ’ όλο το διάστημα του γεύματος, ο Γκράτσι μιλούσε στον συνδαιτυμόνα του για θέατρο, μουσική, για να καταλήξει στην επίσημη δήλωση, πως είναι πρόθυμος να ενισχύσει το νεοσύστατο Λυρικό Τμήμα του Βασιλικού Θεάτρου, με υψηλής στάθμης Ιταλούς καλλιτέχνες.
–Σ’ αυτές τις ζοφερές μέρες που ζούμε, του είπε, η Τέχνη είναι το μόνο καταφύγιο...
Και τότε, χωρίς να δείχνει προμελετημένη σκέψη, ο Γκράτσι πρόσθεσε:
–Θα σας πω μια ιδέα, που νομίζω πως θα δώσει αίγλη στην πρεμιέρα σας: Τι θα λέγατε να παραστεί και ο γυιός του μεγάλου συνθέτη, του Πουτσίνι, μια και ο πατέρας δεν ζει;
Ο Μπαστιάς καπνίζοντας πάντα το τσιμπούκι του, παρετήρησε:
–Η ιδέα είναι λαμπρή, την επικροτώ μ’ ενθουσιασμό, αλλά για λόγους τακτ, δεν σας λέω επισήμως το ναι, πριν το ανακοινώσω στο Διοικητικό Συμβούλιο κι έχουμε σύμφωνη και τη δική του γνώμη.
Ο πρεσβευτής δεν έφερε αντίρρηση.
–Σύμφωνοι. Θα περιμένω απάντησή σας, όταν θα την έχετε.
Και οι δύο απέφυγαν να θίξουν κατά το γεύμα, και τον γυρισμό, τα δυσάρεστα σημεία στις ελληνοϊταλικές σχέσεις, αλλά δυο-τρεις φορές ο Πρέσβυς υπογράμμισε στον Διευθυντή του «Βασιλικού Θεάτρου» τον θαυμασμό του για τον Μεταξά, προσθέτοντας πάντα: «Είναι ένας συνετός πολιτικός, και στο έπακρο ρεαλιστής». Ήταν σίγουρος, πως αυτό θα μεταβιβαζόταν. Όπως ήταν σίγουρος, ότι και η πρόσκληση του Πουτσίνι-γυιού, ήταν θέμα κυβερνητικό, κι όχι θέμα Διοικητικού Συμβουλίου! Βυθομετρούσε.
Όταν επέστρεψε ο Μπαστιάς από την Γλυφάδα, τηλεφώνησε αμέσως στον Μεταξά, που εγνώριζε τη συνάντηση και το γεύμα. Ο Πρωθυπουργός του είπε να πάει το απόγευμα στις 5, στο γραφείο του, στο υπουργείο Εξωτερικών.
Στις 5 το απόγευμα, ο Μπαστιάς βρήκε στο γραφείο του Μεταξά, τον μόνιμο υφυπουργό Εξωτερικών Μαυρουδή, και τον υπουργό Ασφαλείας Κων. Μανιαδάκη. Τους εξιστόρησε, με κάθε λεπτομέρεια, την συνομιλία του με τον Γκράτσι, κι όταν έφθασε στην πρότασή του, για πρόσκληση του Πουτσίνι-γυιού, ο Μεταξάς είπε μ’ ένα ελαφρό μειδίαμα:
–Να του απαντήσεις, σε τρεις-τέσσερις μέρες, πως η πρότασή του έγινε μ’ ενθουσιασμό δεκτή απ’ το Διοικητικό Συμβούλιο, και να προσθέσεις, πως ο Πουτσίνι και η γυναίκα του, θα είναι προσκαλεσμένοι του Βασιλικού Θεάτρου, για το ταξίδι και για την διαμονή τους στην Αθήνα. Μετά τρεις ημέρες, ο Μπαστιάς επεσκέφθη τον πρεσβευτή Γκράτσι, και του ανεκοίνωσε την απόφαση που πήρε η διοίκηση του Βασιλικού Θεάτρου. Του παρέδωσε μάλιστα γραπτή την επίσημη πρόσκληση, με την παράκληση να την διαβιβάσει στο ζεύγος Πουτσίνι.
Ο Γκράτσι έδειξε ενθουσιασμένος.
–Και ήρθε πράγματι ο Πουτσίνι;
Ο Μπαστιάς κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, και άναψε την αχώριστη πίπα του.
–Βεβαίως. Μέχρι τότε όμως...
Μέσα στο γραφείο του στην «Βραδυνή» επικρατούσε ησυχία. Οι περισσότεροι συντάκτες είχαν φύγει, καθώς πλησίαζαν μεσάνυχτα. Μόνο ο Τζώρτζης Αθανασιάδης, ο Μπάμπης Κλάρας (Διευθυντής Συντάξεως) και οι νυκτερινοί συντάκτες εργάζονταν ακόμη. Ο συγγραφέας του «Παπουλάκου», της «Αράχνης-44» και τόσων άλλων επιτυχιών, φαινόταν να ξαναζεί με τις αναμνήσεις του, εκείνες τις μεγάλες ώρες.
Ο Πουτσίνι πράγματι θα ερχόταν στην Αθήνα, αλλά μέχρι τότε είχαν μεσολαβήσει πολλά.
–Δηλαδή;

«Από τις 30 Αυγούστου του 1940, που έδωσα στον Ιταλό πρεσβευτή Γκράτσι την πρόσκληση του Πουτσίνι, ως τις 24 Οκτωβρίου, που έφτασε στην Αθήνα το ζεύγος Πουτσίνι, μεσολάβησαν πολλά. Προκλήσεις με πολυβολισμούς από ιταλικά αεροπλάνα ελληνικών πλοίων της ακτοπλοΐας, επιθέσεις με αβάσιμες κατηγορίες, του ιταλικού Τύπου, κατά της Ελλάδας, ψυχρή και κάπως ανάγωγη συμπεριφορά του Ιταλού υπουργού των Εξωτερικών κόμητα Τσιάνο προς τον Έλληνα πρεσβευτή στη Ρώμη, Ιωάννη Πολίτη, συγκλίνουσες πληφορορίες ελληνικών πρεσβειών, πως το πραξικόπημα κατά της Ελλάδος ήτανε αποφασισμένο, πληροφορίες των Ελλήνων προξένων στην Αλβανία, πως κάτι παρασκευάζεται στα ελληνοαλβανικά σύνορα, και τέλος, εμπιστευτικές πληροφορίες του Γενικού Επιτελείου Στρατού, πως οι Ιταλοί προωθούν δυνάμεις του πυροβολικού προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα, και πως αρχηγός αυτών των δυνάμεων ορίσθηκε ο αντιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα. Όλα προμηνούσαν τη δυναμική αναμέτρηση. Όλα τα σημάδια μαρτυρούσανε το ετοιμαζόμενο ιταλικό πραξικόπημα.
Ο πρεσβευτής Γκράτσι κι ο υποφαινόμενος υποδεχτήκαμε το ζεύγος Πουτσίνι τέσσερις μέρες πριν από την εισβολή. Παραπλανητικές εγκαρδιότητες, κι από τα δυο μέρη, που δεν κατάφερναν ωστόσο να ξανοίξουνε έναν ουρανό, που ήτανε βαρειά συννεφιασμένος. Ο πρεσβευτής Γκράτσι μου έδειξε ένα πρόγραμμα της ολιγοήμερης διαμονής των Πουτσίνι, που το πιο αξιοπρόσεκτο σημείο του, ήτανε η επίσημη δεξίωση, που ήθελε να οργανώσει η ιταλική πρεσβεία προς τιμή και του ζεύγους Πουτσίνι, και των Λυρικών καλλιτεχνών που ερμηνεύανε την “Μπατερφλάυ”. Ο πρεσβευτής Γκράτσι ήθελε να σπάσει την κοσμική απομόνωση, στην οποία είχε περιέλθει η ιταλική πρεσβεία μετά τον τορπιλλισμό της “Έλλης” και τα όσα κάθε μέρα προσθέτονταν δυσάρεστα κι αποπνιχτικά. Είπα στον πρεσβευτή Γκράτσι, πως θα τον επισκεφτώ το απόγευμα στις 6 στην πρεσβεία, για να συζητήσουμε το πρόγραμμα. Το σχέδιο Γκράτσι ήταν να καλέσει εκτός από τη Διοίκηση και τους καλλιτέχνες, και τον πρωθυπουργό, και όλο το Υπουργικό Συμβούλιο και άλλες σημαίνουσες προσωπικότητες. Έμεινε σύμφωνος να ιδωθούμε στις 6 μ.μ. και αφήσαμε τους Πουτσίνι να ξεκουραστούν.
Πήγα αμέσως στο γραφείο του πρωθυπουργού, ο οποίος συμφώνησε να μη γίνει καμία μετατροπή στο πρόγραμμα Γκράτσι, καθόρισε όμως, πως δεν θα πήγαινε ο ίδιος, ούτε στην πρεμιέρα, ούτε στη δεξίωση, μολονότι ήτανε και Υπουργός των Εξωτερικών. Στη δεξίωση, απ’ όλο το Υπουργικό Συμβούλιο θα πήγαιναν ο μόνιμος Υφυπουργός Εξωτερικών Μαυρουδής και ο Υφυπουργός Τύπου Νικολούδης. Αυτοί θα ήτανε οι μόνοι από την κυβέρνηση που θα απαντούσαν καταφατικά στην πρόσκληση της ιταλικής πρεσβείας. Η δεξίωση θα γινόταν στις 12 τα μεσάνυχτα, μετά την παράσταση της “Μπατερφλάυ”, στις 26 Οκτωβρίου.
Και έγινε. Ο μπουφές καταπληκτικά πλούσιος, και τα ποτά και τα κρασιά άφθονα. Η ατμόσφαιρα όμως τυπικότατα παγερή. Οι καλλιτέχνες είχαν το δικαιολογητικό της κούρασης. Οι άλλοι; Ποιοι άλλοι; Τα εννέα δέκατα των προσκαλεσμένων δεν πήγαν.
Εκείνο που έκανε αίσθηση και το συζήτησα με τον μακαρίτη Μαυρουδή, ήταν η απουσία των διπλωματικών υπαλλήλων της πρεσβείας. Τους έγγαμους τους αντιπροσωπεύανε οι γυναίκες τους. Οι σύμβουλοι, οι γραμματείς της πρεσβείας, κάνανε σποραδικές εμφανίσεις κι εξαφανίζονταν. Πού πήγαιναν; Πού αλλού, παρά στα γραφεία της πρεσβείας, που ήταν κατάφωτα. Αν λογαριαστεί, πως το πραξικόπημα εκδηλώθηκε 24 ακριβώς ώρες μετά τη δεξίωση, είναι αυτονόητο, ποια και πόση δουλειά είχανε να διεκπεραιώσουνε οι υπάλληλοι της πρεσβείας. Άλλωστε, οι υπηρεσίες του Μανιαδάκη είχαν επισημάνει ολονυχτίες σχεδόν στα γραφεία της πρεσβείας, μια ολόκληρη εβδομάδα πριν από τη δεξίωση. Ο σύμβουλος της πρεσβείας κ. Φορνάρι είναι ζήτημα αν έμεινε 10 λεπτά στη δεξίωση. Κι αυτά, σε δυο δόσεις. Μια στην αρχή και μια στο τέλος. Το ίδιο κι οι άλλοι. Κι αυτός ακόμα ο πρεσβευτής Γκράτσι, που ήτανε ο Αμφιτρύωνας, σημείωνε περιοδικές εξαφανίσεις, όχι όμως μακριές.
Επειδή ένοιωθε πως το πράγμα γίνεται αντιληπτό, κι επειδή του είπα μεταξύ σοβαρού και αστείου: “Κύριε πρέσβυ, βλέπω πως καταπονείστε πολύ σ’ αυτήν την πρεσβεία και τη νύχτα ακόμα”, μου απάντησε:
–Μας έχουν φορτώσει πολλές, δύσκολες και κάποτε δυσάρεστες αποστολές...
Ήταν η πρώτη φορά, που μου έκανε τέτοια, έστω και καλυμμένη εξομολόγηση. Σε λίγο τον έχασα από τις αίθουσες, που γινόταν η δεξίωση και πλησιάζοντας τον Μαυρουδή, του μετέδωσα σιγά τη στιχομυθία.
–Είναι έτοιμοι να εισβάλουν, μου είπε σιγά. Περιμένουμε την εισβολή, από στιγμή σε στιγμή...
Ήταν δυόμιση μετά τα μεσάνυχτα. Αρχίσαμε ν’ αποχωρούμε. Όταν αποχαιρετούσα κι ευχαριστούσα τον Γκράτσι για τη δεξίωσή του, μου είπε:
–Οι Πουτσίνι θα φύγουν αύριο το βράδυ στις 8 με το “Σεμπλόν”.
–Μου το είπαν, του απάντησα.
–Τότε, μου είπε, ωρεβουάρ γι’ αύριο βράδυ, στο σταθμό Λαρίσης.
Ο Μεταξάς ενημερώθηκε εκείνη ακριβώς την ώρα για τα της δεξίωσης.
–Εν τάξει, είπε, χωρίς να προσθέσει τίποτ’ άλλο, από ένα απλό “καληνύχτα”.
Την άλλη μέρα το πρωί, στις 11, είδα τους Πουτσίνι στο γραφείο μου. Ήρθαν να μ’ ευχαριστήσουνε. Τους είπα πως θα τους συνόδευα το βράδυ στο σταθμό.
Ο αποχαιρετισμός ήταν πένθιμος. Η ατμόσφαιρα ήτανε ατμόσφαιρα κηδείας. Κι αυτός ακόμα ο πρεσβευτής Γκράτσι, ήτανε σιωπηλός, ενώ συνήθως ήτανε πολύ ομιλητικός, και με κοιτούσε επίμονα, σα να ’θελε κάτι να μαντέψει, ή κάτι να πει. Δυο φορές αντάλλαξε, μυστικά, μερικά λόγια με τον Πουτσίνι, κι όταν έφυγε το τραίνο, την ώρα που μ’ αποχαιρετούσε, μου είπε:
–Ας μην κακοκαρδίζουμε. Θα ’ρθούνε και καλύτερες μέρες.
Ήτανε η πρώτη φορά, που ομολογούσε πως οι μέρες ήταν κακές.
Στο Υπουργείο των Εξωτερικών και στο γραφείο του πρωθυπουργού, την ώρα που μπήκα, ήταν εκεί οι περισσότεροι υπουργοί και ο στρατηγός Παπάγος. Ατμόσφαιρα ανήσυχης αναμονής.
Έγινε δέκα η ώρα, έγινε έντεκα. Ένας κλητήρας έφερε μερικά σάντουιτς.
Έγινε δώδεκα. Μεσάνυχτα. Σε λίγο ξημέρωνε η 28η Οκτωβρίου. Ο Μεταξάς δεν έλεγε να φύγει για την Κηφισιά. Για το σπίτι του. Τηλεγραφήματα κρυπτογραφικά από πρεσβείες. Σήματα μονάδων στρατού, που του μεταβίβαζε ο στρατηγός Παπάγος. Οι ανώτεροι διπλωματικοί στις θέσεις τους. Με τον Υπουργό Στρατιωτικών, τον Νίκο Παπαδήμα, συζητούσαν το θέμα της επιστράτευσης. Και οι τρεις στρατιωτικοί. Το θέμα οικείο. Ο Μεταξάς συνόψισε το πρόβλημα.
–Το σχέδιο είναι καλό. Αν η ιταλική αεροπορία δεν καταφέρει να μας χαλάσει τις συγκοινωνίες, η επιστράτευση θ’ αποδώσει απίθανους καρπούς.
Ώρα 2.10’ μετά τα μεσάνυχτα. Τίποτα νεώτερο. Ο Μεταξάς αποφασίζει να φύγει. Κατάφωτα τα γραφεία της ιταλικής πρεσβείας, όταν κάτωθέ της, στην οδό Κηφισιάς, περνούσε ο Μεταξάς.
‘Ωρα 2.30’ όταν έφτασε.
Ώρα 3.30’, ο πρεσβευτής Γκράτσι έφτασε στην Κηφισιά και ζήτησε κατεπειγόντως να τον δει: Του επέδωσε το τελεσίγραφο και πήρε για απόκριση ένα ξερό, πεισματικό, οργισμένο “ΟΧΙ” με μια μόνο ξερή προσθήκη του Μεταξά:
–Είναι ο πόλεμος...».

Δεν υπάρχουν σχόλια :